Κένεντι

Κένεντι
(Kennedy). Πορθμός της αμερικανικής αρκτικής περιοχής, ανάμεσα στο νησί Έλσμερ και στη Γροιλανδία. Έχει μήκος 120 χλμ. και πλάτος από 25 μέχρι 40 μ., ενώ συνδέει τον πορθμό του Ντέιβις με τον Αρκτικό (Βόρειο Παγωμένο) ωκεανό. Είναι πλωτός μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κένεντι, Τζον Φιτζέραλντ — (John Fitzgerald Kennedy, Μπρούκλιν 1917 – Ντάλας 1963). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1960 63). Ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας ιρλανδικής καταγωγής, δευτερότοκος γιος του επιχειρηματία Τζόζεφ Κένεντι, ο οποίος διετέλεσε πρεσβευτής των …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, διαστημικό κέντρο — (John F. Kennedy Space Center). Διαστημικό κέντρο στο οποίο λειτουργεί η ΝΑΣΑ. Αποτελεί την κύρια βάση των ΗΠΑ, απ’ όπου εκτοξεύονται δορυφόροι και πραγματοποιούνται διαστημικές πτήσεις. Η βάση εκτόξευσης διαστημοπλοίων στο ακρωτήριο Κένεντι των… …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, Ρόμπερτ Φράνσις — (Robert Francis Kennedy, Μασαχουσέτη 1925 – Λος Άντζελες 1968). Αμερικανός πολιτικός. Ήταν νεότερος αδελφός του προέδρου των ΗΠΑ Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (βλ. λ.). Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια.… …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, Μάργκαρετ — (Margaret Kennedy, Γκέλτενχαμ 1896 – Λονδίνο 1967). Αγγλίδα συγγραφέας. Μυθιστοριογράφος και κωμωδιογράφος με μεγάλη οξύνοια, η Κ. υπήρξε και σκηνογράφος στον χώρο του κινηματογράφου. Οφείλει τη φήμη της στο πρώτο της μυθιστόρημα Η νύφη με την… …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, Μπέντζαμιν — (Benjamin Kennedy, 1804 – 1889). Άγγλος λόγιος και ελληνιστής. Mετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έγινε υφηγητής σε αυτό (1828) και μετά καθηγητής στο Χάροου (1830) και στο Σριούσμπερι (1836). Το 1867 ανέλαβε την έδρα των… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ναμάρα, Ρόμπερτ — (Robert McNamara, Σαν Φρανσίσκο 1916 –). Αμερικανός πολιτικός. Αποφοίτησε το 1937 από το πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, με πτυχίο στα οικονομικά και στη φιλοσοφία και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Χάρβαρντ. Το… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Τζόνσον, Λίντον — (Johnson, Στόουνγουολ, Τέξας 1908 – Τέξας 1973). Αμερικανός πολιτικός, 36ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Γιος καλλιεργητών, που καταστράφηκαν από μια μεγάλη οικονομική κρίση, άρχισε να εργάζεται σε ηλικία 9 ετών και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”